ἐπιχειρηματικῶν

ἐπιχειρηματικῶν
ἐπιχειρηματικός
tentative
fem gen pl
ἐπιχειρηματικός
tentative
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… …   Dictionary of Greek

  • υπερκανονικός — ή, ό, Ν φρ. «υπερκανονικό κέρδος» κέρδος το οποίο πραγματοποιείται από μια επιχείρηση πέρα από την αμοιβή τού επιχειρηματία και τών επιχειρηματικών κεφαλαίων για τη συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία …   Dictionary of Greek

  • φορολογία — η, ΝΜΑ [φορολόγος] ο φόρος, το ποσό που καταβάλλεται ως φόρος (α. «αυξήθηκε η φορολογία τού εισοδήματος» β. «οὐκ ὀλίγην κατ ἔτος φορολογίαν τῷ ἱερωτάτῳ ταμείῳ εἰσφέρει», πάπ.) νεοελλ. 1. η επιβολή φόρου 2. φρ. α) «αναλογική φορολογία» (νομ. οικον …   Dictionary of Greek

  • αθέμιτες ενώσεις και εταιρείες — Σύμφωνα με το Σύνταγμα, οι Έλληνες μπορούν να συνεταιρίζονται ελεύθερα χωρίς προηγούμενη κυβερνητική άδεια, αρκεί να εφαρμόζουν τους νόμους του κράτους. Οι σκοποί όμως των ενώσεων αυτών, μολονότι αυτό δεν προβλέπεται ρητά, πρέπει να μην έρχονται… …   Dictionary of Greek

  • Αιγαίου, Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Έχει πλήρη αυτοδιοίκηση, εποπτεύεται από το κράτος (η εποπτεία ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων) και ενισχύεται οικονομικά από… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Κεντρική Μακεδονία — Διοικητική περιφέρεια (19.146 τ. χλμ., 1.871.952 κάτ.) της Ελλάδας, η οποία περιλαμβάνει τους νομούς Ημαθίας, Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Πέλλας, Πιερίας, Σερρών και Χαλκιδικής και έχει έδρα τη Θεσσαλονίκη. Συνορεύει Β με δύο βαλκανικές χώρες, τη… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μανάγκουα — (Managua). Πόλη (864.201 κάτ. το 1995), πρωτεύουσα της Νικαράγουα και του ομώνυμου νομού (3.672 τ. χλμ., 1.093.760 κάτ.. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της χώρας, επί της λίμνης Μανάγκουα (1.010 τ. χλμ.), στους πρόποδες ψηλών βουνών ηφαιστειακής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”